The complete conjugation of the regular Greek verb "σταματώ or σταματάω = stop" in Active Voice.
This verb belongs to the second group. See
The Groups of the
Verbs
Indicative Mood
Indicative Mood - Table 1
Singular - Ενικός αριθμός
|
Persons |
Present |
Past Simple |
Past Continuous |
Εγώ |
σταματ-ώ, -άω |
σταμάτ-ησα |
σταματ-ούσα |
Εσύ |
σταματ-άς |
σταμάτ-ησες |
σταματ-ούσες |
Αυτός |
σταματ-ά, -άει |
σταμάτ-ησε |
σταματ-ούσε |
Plural - Πληθυντικός αριθμός
|
Εμείς |
σταματ-άμε, -ούμε |
σταματ-ήσαμε |
σταματ-ούσαμε |
Εσείς |
σταματ-άτε |
σταματ-ήσατε |
σταματ-ούσατε |
Αυτοί |
σταματ-άνε, -ούν |
σταμάτ-ησαν(ε) |
σταματ-ούσαν(ε) |
Indicative Mood - Table 2
Singular - Ενικός αριθμός
|
Persons |
Future Simple |
Future Continuous |
Present Perfect |
Εγώ |
θα σταματ-ήσω |
θα σταματ-ώ, -άω |
έχω σταματ-ήσει |
Εσύ |
θα σταματ-ήσεις |
θα σταματ-άς |
έχεις σταματ-ήσει |
Αυτός |
θα σταματ-ήσει |
θα σταματ-ά, -άει |
έχει σταματ-ήσει |
Plural - Πληθυντικός αριθμός
|
Εμείς |
θα σταματ-ήσο(υ)με |
θα σταματ-άμε, -ούμε |
έχο(υ)με σταματ-ήσει |
Εσείς |
θα σταματ-ήσετε |
θα σταματ-άτε |
έχετε σταματ-ήσει |
Αυτοί |
θα σταματ-ήσουν(ε) |
θα σταματ-ούν(ε) |
έχουν σταματ-ήσει |
Indicative Mood - Table 3
Singular - Ενικός αριθμός
|
Persons |
Past Perfect |
Future Perfect |
Εγώ |
είχα σταματ-ήσει |
θα έχω σταματ-ήσει |
Εσύ |
είχες σταματ-ήσει |
θα έχεις σταματ-ήσει |
Αυτός |
είχε σταματ-ήσει |
θα έχει σταματ-ήσει |
Plural - Πληθυντικός αριθμός
|
Εμείς |
είχαμε σταματ-ήσει |
θα έχο(υ)με σταματ-ήσει |
Εσείς |
είχατε σταματ-ήσει |
θα έχετε σταματ-ήσει |
Αυτοί |
είχαν σταματ-ήσει |
θα έχουν σταματ-ήσει |
Subjunctive Mood
Use one of the words in front of the verb : ας,
να, για να, όταν, αν, μη(ν).
Subjunctive Mood - Table 1
Singular - Ενικός αριθμός
|
Persons |
Present |
Past Simple |
Present Perfect |
Εγώ |
σταματ-ώ, -άω |
σταματ-ήσω |
έχω σταματ-ήσει |
Εσύ |
σταματ-άς |
σταματ-ήσεις |
έχεις σταματ-ήσει |
Αυτός |
σταματ-ά, -άει |
σταματ-ήσει |
έχει σταματ-ήσει |
Plural - Πληθυντικός αριθμός
|
Εμείς |
σταματ-άμε, -ούμε |
σταματ-ήσο(υ)με |
έχο(υ)με σταματ-ήσει |
Εσείς |
σταματ-άτε |
σταματ-ήσετε |
έχετε σταματ-ήσει |
Αυτοί |
σταματ-άνε, -ούν |
σταματ-ήσουν(ε) |
έχουν(ε) σταματ-ήσει |
Imperative
Imperative Mood - Table 1
Singular - Ενικός αριθμός
|
Persons |
Present |
Past Simple |
Εγώ |
-- |
-- |
Εσύ |
σταμάτ-α |
σταμάτ-ησε |
Αυτός |
(ας,να) σταματ-ά, -άει |
(ας,να) σταματ-ήσει |
Plural - Πληθυντικός αριθμός
|
Εμείς |
-- |
-- |
Εσείς |
σταματ-άτε |
σταματ-ήστε |
Αυτοί |
(ας,να) σταματ-άνε, -ούν(ε) |
(ας,να) σταματ-ήσουν(ε) |
Infinite |
Participle |
σταματ-ήσει |
σταματ-ώντας |
|