In EnglishIn the morning the Cyclop woke up, took two more of Odysseus' companions and ate them. Then he took his flock out and closed the entrance with the rock. Odysseus was thinking of how they could get away. In the cave was a long piece of wood. He took it and he, with the help of his remaining crew, made it pointed with their swords. They were waiting...When night fell, Polyphemus came back to the cave. Odysseus approached him and he offered him wine. Polyphemus drank it and asked for more. After a while he was drunk. He asked Odysseus what his name was. Odysseus answered him that his name was Nobody. "Well, Nobody, I'll eat you last." said Polyphemus. He drank another glass of wine and fell asleep. Then Odysseus and the rest of his companions took the long piece of wood, they heated it up in the fire and pushed it into the Cyclop's eye. He screamed and started to ask the help of the other Cyclops. "Nobody is killing me." he screamed. The Cyclops thought that he was losing his mind and did not pay any attention. At dawn, Polyphemus still crying from the pain, rolled the rock. This was the opportunity that Odysseus was waiting for. He tied up his companions under the belly of the huge sheep. He grabbed one also. Polyphemus was at the opening of the cave trying to catch Odysseus. Our hero was out of the cave and going towards his ship. The Cyclop went towards the beach. In the meantime Odysseus' ship was leaving the island. While they were leaving Odysseus screamed: "The one that took your eye was me, Odysseus the king of Ithaca." Polephemus started to beg his father Poseidon to punish Odysseus. He grabbed a big rock and threw it in the sea. The rock missed the boat. They arrived at the island where the other ships were. They cried about their lost companions and performed sacrifices to the gods. The next day they sailed with the hope that soon they would be back in Ithaca. In GreekΤο πρωί ο Κύκλωπας ξύπνησε, πήρε δύο ακόμα σύντροφους του Οδυσσέα και τους έφαγε. Μετά έβγαλε το κοπάδι του έξω και έκλεισε την είσοδο με τον βράχο. Ο Οδυσσέας σκεφτόταν πως θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Στην σπηλιά ήταν ένα μακρύ κομμάτι ξύλο. Το πήρε και αυτός με το υπόλοιπο πλήρωμά του, το έκαναν μυτερό με τα σπαθιά τους. Περίμεναν... Όταν έπεσε η νύχτα, ο Πολύφημος γύρισε στη σπηλιά. Ο Οδυσσέας τον πλησίασε και του πρόσφερε κρασί. Ο Πολύφημος το ήπιε και ζήτησε κι άλλο. μετά από λίγο ήταν μεθυσμένος. Ρώτησε τον Οδυσσέα ποιό ήταν το όνομά του. Ο Οδυσσέας του απάντησε πως το όνομά του ήταν Κανένας. "Λοιπόν, Κανένας, θα σε φάω τελευταίο." είπε ο Πολύφημος. Ήπιε άλλο ένα ποτήρι κρασί και αποκοιμήθηκε. τότε ο Οδυσσέας με τους υπόλοιπους συντρόφους του πήραν το κομμάτι ξύλου, το ζέσταναν στη φωτιά και το έμπηξαν στο μάτι του Κύκλωπα. Ξεφώνισε και άρχισε να ζητά βοήθεια από τους άλλους Κύκλωπες. "Ο Κανένας με σκοτώνει." ξεφώνισε. Οι Κύκλωπες νομίζοντας ότι χάνει το μυαλό του, δεν έδωσαν σημασία. Την αυγή, ο Πολύφημος, φωνάζοντας ακόμα από τον πόνο, κύλησε τον βράχο. Αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμενε ο Οδυσσέας. έδεσε τους συντρόφους του στην κοιλιά των τεράστιων προβάτων. Άρπαξε και αυτός ένα. Ο Πολύφημος ήταν στο άνοιγμα της σπηλιάς και προσπαθούσε να πιάσει τον Οδυσσέα. Ο ήρωάς μας ήταν έξω απ' τη σπηλιά και πήγαινε προς το πλοίο του. Ο Κύκλωπας πήγε προς την παραλία. Εν τω μεταξύ το καράβι του Οδυσσέα έφευγε από το νησί. Φεύγοντας ο Οδυσσέας φώναξε: "Αυτός που σου πήρε το μάτι ήμουν εγώ, ο Οδυσσέας ο βασιλιάς της Ιθάκης." Ο Πολύφημος άρχισε να παρακαλά τον πατέρα του τον Ποσειδώνα να τιμωρήσει τον Οδυσσέα. ʼρπαξε ένα μεγάλο βράχο και τον πέταξε στη θάλασσα. Ο βράχος δεν πέτυχε το πλοίο. Έφτασαν στο νησί που ήταν τα άλλα πλοία. Έκλαψαν για τους χαμένους συντρόφους τους και εκτέλεσαν θυσίες στους θεούς. Την επόμενη μέρα έφυγαν με την ελπίδα ότι σύντομα θα γυρίσουν πίσω στην Ιθάκη. Words you Need to Learn(+) Show or Hide the "Key"
|