Conjugation of the Verb Αναλαμβάνω.
It is and Irregular verb and it means Undertake, take over, resume, regain. This greek verb is conjugated in Active Voice.
Indicative Mood
Indicative Mood - Table 1
Singular - Ενικός αριθμός
|
Persons |
Present |
Past Simple |
Past Continuous |
Εγώ |
αναλαμβάν-ω |
ανέλαβ-α or ανάλαβ-α |
αναλάμβαν-α |
Εσύ |
αναλαμβάν-εις |
ανέλαβ-ες or ανάλαβ-ες |
αναλάμβαν-ες |
Αυτός |
αναλαμβάν-ει |
ανέλαβ-ε or ανάλαβ-ε |
αναλάμβαν-ε |
Plural - Πληθυντικός αριθμός
|
Εμείς |
αναλαμβάν-ο(υ)με |
αναλάβ-αμε |
αναλαμβάν-αμε |
Εσείς |
αναλαμβάν-ετε |
αναλάβ-ατε |
αναλαμβάν-ατε |
Αυτοί |
αναλαμβάν-ουν(ε) |
ανέλαβαν / ανάλαβ-αν(ε) |
αναλάμβαν-αν(ε) |
Indicative Mood - Table 2
Singular - Ενικός αριθμός
|
Persons |
Future Simple |
Future Continuous |
Present Perfect |
Εγώ |
θα αναλάβ-ω |
θα αναλαμβάν-ω |
έχω αναλάβ-ει |
Εσύ |
θα αναλάβ-εις |
θα αναλαμβάν-εις |
έχεις αναλάβ-ει |
Αυτός |
θα αναλάβ-ει |
θα αναλαμβάν-ει |
έχει αναλάβ-ει |
Plural - Πληθυντικός αριθμός
|
Εμείς |
θα αναλάβ-ο(υ)με |
θα αναλαμβάν-ο(υ)με |
έχο(υ)με αναλάβ-ει |
Εσείς |
θα αναλάβ-ετε |
θα αναλαμβάν-ετε |
έχετε αναλάβ-ει |
Αυτοί |
θα αναλάβ-ουν(ε) |
θα αναλαμβάν-ουν(ε) |
έχουν αναλάβ-ει |
Indicative Mood - Table 3
Singular - Ενικός αριθμός
|
Persons |
Past Perfect |
Future Perfect |
Εγώ |
είχα αναλάβ-ει |
θα έχω αναλάβ-ει |
Εσύ |
είχες αναλάβ-ει |
θα έχεις αναλάβ-ει |
Αυτός |
είχε αναλάβ-ει |
θα έχει αναλάβ-ει |
Plural - Πληθυντικός αριθμός
|
Εμείς |
είχαμε αναλάβ-ει |
θα έχο(υ)με αναλάβ-ει |
Εσείς |
είχατε αναλάβ-ει |
θα έχετε αναλάβ-ει |
Αυτοί |
είχαν αναλάβ-ει |
θα έχουν αναλάβ-ει |
Subjunctive Mood
Use one of the words in front of the verb : ας,
να, για να, όταν, αν, μη(ν).
Subjunctive Mood - Table 1
Singular - Ενικός αριθμός
|
Persons |
Present |
Past Simple |
Present Perfect |
Εγώ |
αναλαμβάν-ω |
αναλάβ-ω |
έχω αναλάβ-ει |
Εσύ |
αναλαμβάν-εις |
αναλάβ-εις |
έχεις αναλάβ-ει |
Αυτός |
αναλαμβάν-ει |
αναλάβ-ει |
έχει αναλάβ-ει |
Plural - Πληθυντικός αριθμός
|
Εμείς |
αναλαμβάν-ο(υ)με |
αναλάβ-ο(υ)με |
έχο(υ)με αναλάβ-ει |
Εσείς |
αναλαμβάν-ετε |
αναλάβ-ετε |
έχετε αναλάβ-ει |
Αυτοί |
αναλαμβάν-ουν(ε) |
αναλάβ-ουν(ε) |
έχουν(ε) αναλάβ-ει |
Imperative
Imperative Mood - Table 1
Singular - Ενικός αριθμός
|
Persons |
Present |
Past Simple |
Εγώ |
-- |
-- |
Εσύ |
αναλάμβαν-ε |
ανάλαβ-ε |
Αυτός |
(ας,να) αναλαμβάν-ει |
(ας,να) αναλάβ-ει |
Plural - Πληθυντικός αριθμός
|
Εμείς |
-- |
-- |
Εσείς |
αναλαμβάν-ετε |
αναλάβ-ετε |
Αυτοί |
(ας,να) αναλαμβάν-ουν(ε) |
(ας,να) αναλάβ-ουν(ε) |
Infinite |
Participle |
αναλάβ-ει |
αναλαμβάν-οντας |
|