In EnglishAfter a while the island of Thrinacia appeared. Odysseus tried to persuade his companions to pass the island without stopping. But Eurylochus, asked him to stop because everybody was tired. Odysseus agreed and they docked on the island.Odysseus advised them not to touch the cattle of the god Helios (the god of the sun). He made them swear. They prepared for dinner. It was night and a strong north wind started to blow. They fell asleep. The wind was blowing all night. In the morning they pulled their ship onto the land, because they were afraid that the storm would destroy it. Again Odysseus reminded everybody not to touch the cattle. For one month the wind was blowing strong. Odysseus and his companions were forced to stay until the storm passed. The food supply finished and they were eating fish and whatever they could hunt. Odysseus went to pray to the gods. He prayed to send them a calmer wind so they could leave the island. After he finished praying he fell asleep. Eurylochus then found the opportunity to persuade the rest to butcher some of the cattle and eat it. He said to the others, that when they would return to Ithaca they would build a temple for the god of the Sun and he would forgive them. They listened to him. They chose some nice cattle and they slaughtered them. They offered sacrifices to the gods and they started cooking them. Meanwhile, Odysseus woke up. He smelled the roasted meat in the air, and screamed to the gods: "Oh gods, why did you put me to sleep? My companions did something very bad: they butchered the cattle of the Sun." While this was happening, nymph Labetia (Λαμπετία) told Helios what happened. He went to the other gods and complained. Helios asked them to punish them and Zeus promised him, that he would destroy their ship and kill them all... Odysseus yelled at the men for what they had done. The gods sent them a sign. The skins of the dead cattle were moving... When the storm stopped, they pushed the ship into the sea and left the island. After a while, when the island of Thrinacia was far away, Zeus sent a terrible storm. The mast of the ship broke and killed the captain. All of Odysseus' companions fell into the sea and drowned. Only Odysseus survived. The wind changed and was pushing the broken ship towards Skylla and Charybdis. When the ship was near there Odysseus noticed the whirling water. He grabbed onto the branches of a tree that was very low and the ship was swallowed by Charybdis. Odysseus waited until the monster spat out the water. When it did, he jumped onto the pieces of wood that remained of his ship and passed the narrow passage. For nine days our hero was fighting the waves, until the sea pushed him onto the island of the nymph Calypso. In GreekΜετά από λίγο εμφανίστηκε το νησί Θρινακία. Ο Οδυσσέας προσπάθησε να πείσει τους συντρόφους του να περάσουν το νησί χωρίς να σταματήσουν. Αλλά ο Ευρύλοχος, του ζήτησε να σταματήσουν γιατί ήταν όλοι κουρασμένοι. Ο Οδυσσέας συμφώνησε και αγκυροβόλησαν στο νησί. Ο Οδυσσέας τους συμβούλεψε να μην ακουμπίσουν τα γελάδια του θεού Ήλιου. Τους έκανε να ορκιστούν. Ετοίμασαν βραδινό. Ήταν νύχτα και ένας δυνατός βόρειος άνεμος άρχισε να φυσά. Έπεσαν για ύπνο. Ο αέρας φυσούσε όλο το βράδυ. Το πρωί τράβηξαν το καράβι τους στην ξηρά, γιατί φοβόταν πως η τρικυμία θα το κατάστρεφε. Πάλι ο Οδυσσέας θύμησε σε όλους να μην αγγίξουν τα γελάδια. Για ένα μήνα ο αέρας φυσούσε δυνατά. Ο Οδυσσέας και οι συντρόφοι του έμειναν εκεί μέχρι να περάσει η θύελλα. Το φαγητό τελείωσε και έτρωγαν ψάρια και ό,τι μπορούσαν να κυνηγήσουν. Ο Οδυσσέας πήγε να προσευχηθεί στους θεούς. Προσευχήθηκε να τους στείλουν πιο ήρεμο άνεμο για να μπορέσουν να να φύγουν από το νησί. Αφού τελείωσε την προσευχή αποκοιμήθηκε. Ο Ευρύλοχος τότε βρήκε την ευκαιρία να πείσει τους υπόλοιπους να σφάξουν μερικά από τα γελάδια και να τα φάνε. Είπε στους άλλους, πως όταν γύριζαν στην Ιθάκη θα έχτιζαν ένα ναό στο θεό Ήλιο και αυτός θα τους συγχωρούσε. Τον άκουσαν. Διάλεξαν μερικά καλά γελάδια και τα έσφαξαν. Πρόσφεραν θυσίες στους θεούς και άρχισαν να τα μαγειρεύουν. Εν τω μεταξύ, ο Οδυσσέας ξύπνησε. Μύρισε το ψητό κρέας στον αέρα, και φώναξε στους θεούς: " Ωο θεοί, γιατί με ρίξατε για ύπνο; Οι σύντροφοί μου έκαναν κάτι πολύ κακό: έσφαξαν τα γελάδια του Ήλιου." Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, η νύμφη Λαμπετία είπε στον Ήλιο τι έγινε. Πήγε στους άλλους θεούς και παραπονέθηκε. Ο Ήλιος ζήτησε την τιμωρία τους και ο Δίας του υποσχέθηκε ότι θα καταστρέψει το καράβι τους και όλους θα τους σκοτώσει... Ο Οδυσσέας φώναξε στους άντρες του για ό,τι έκαναν. Οι θεοί τους έστειλαν σημάδι. Τα δέρματα από τα νεκρα γελάδια κουνιόταν... Όταν σταμάτησε η Θύελλα, έσπρωξαν το καράβι στη θάλασσα και έφυγαν από το νησί. Μετά από λίγο, όταν το νησί Θρινακία ήταν μακρυά, ο Δίας έστειλε μια φοβερή τρικυμία. Το κατάρτι του καραβιού έσπασε και σκότωσε τον καπετάνιο. Όλοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα έπεσαν στην θάλασσα και πνίγηκαν. Μόνο ο Οδυσσέας γλίτωσε. Ο αέρας έσπρωχνε το σπασμένο καράβι προς την Σκύλα και την Χάρυβδη. Όταν το καράβι ήταν κοντά ο Οδυσσέας παρατήρησε το νερό που στροβίλιζε. Αρπάχτηκε από τα κλαριά ενός δέντρου που ήταν πολύ χαμηλά και η Χάρυβδη κατάπιε το καράβι. Ο Οδυσσέας περίμενε μέχρι που το τέρας έφτυσε το νερό. Τότε, πήδησε πάνω στα κομμάτια των ξύλων που απόμειναν από το καράβι του Εννιά μέρες ο ήρωάς μας πολεμούσε τα κύματα, μέχρι που η θάλασσα τον έσπρωξε στο νησί της νύφης Καλυψώς. Words you Need to Learn(+) Show or Hide the "Key"
|